Δραματικό παρασκήνιο στη G20 με τον Ζελένσκι να ζητά από τον Μπάιντεν να μπει το ΝΑΤΟ στον πόλεμο
Και αυτό γιατί, σε περίπτωση που ο πύραυλος ταυτοποιούνταν ως ρωσικός, τότε η Μόσχα θα είχε πλήξει έδαφος χώρας – μέλους του ΝΑΤΟ, προκαλώντας την ενεργοποίηση των προβλεπόμενων από την ιδρυτική του συνθήκη, δηλαδή μια νέα «Συμμαχία του καλού», στο πλαίσιο της συλλογικής άμυνας.
Στην ίδια Σύνοδο, η ροή της οποίας ανατράπηκε άρδην όταν έγινε γνωστό το πυραυλικό χτύπημα στην Πολωνία, η αμερικανική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν έδρασε καταλυτικά απέναντι στη διαλεύκανση του «μυστηρίου» του πυραύλου παρότι ο «πλανητάρχης» υπήρξε ο κύριος αποδέκτης της πίεσης του Ουκρανού Προέδρου, Βολοντιμίρ Ζελένσκι να μπει το ΝΑΤΟ στον πόλεμο της Ουκρανίας, ως απάντηση στην εκτόξευση του πυραύλου, σύμφωνα με την Corriere della Sera.
Παραμένοντας ψύχραιμοι, οι περισσότεροι ηγέτες περίμεναν τα αποδεικτικά στοιχεία αναφορικά με την πηγή εκτόξευσης των πυραύλων τις πρώτες ώρες μετά το χτύπημα, ενώ κατά το ίδιο χρονικό διάστημα η Μόσχα αρνείτο κάθε σχέση και ανάμιξη. Από την προκαταρκτική εξέταση απεδείχθη, σύμφωνα με το Γ.Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ ότι ο πύραυλος ήταν ουκρανικός και ενεργοποιήθηκε στο πλαίσιο της αεράμυνας της χώρας, η οποία είχε δεχθεί την ίδια μέρα μπαράζ πυραυλικών επιθέσεων (άνω των 85) από τη Ρωσία, πλήττοντας καίρια την ενεργειακή υποδομή της χώρας.
«Θλιβερό ατύχημα»
Εκτός από την τοποθέτηση του Προέδρου των ΗΠΑ περί «ουκρανικού πυραύλου», την ίδια θέση ασπάστηκε και ο Πρόεδρος της Πολωνίας, Αντρέι Ντούντα, ενώ η χώρα του αναβάθμισε το επίπεδο ετοιμότητας μετά τα γεγονότα. Στον αντίποδα, το Κίεβο αρνείται την ιδιοκτησία των πυραύλων ως μέρος της «ρωσικής προπαγάνδας» και ζητά ενεργό συμμετοχή στις έρευνες του συμβάντος, επιμένοντας πως έχει εντοπίσει «ρωσικά ίχνη».
Παρέχοντας πληροφορίες προς τη Βαρσοβία, «ο πρόεδρος Αντρέι Ντούντα συνομίλησε με τον επικεφαλής της CIA Ουίλιαμ Μπερνς, ο οποίος βρίσκεται στη Βαρσοβία μετά τις επισκέψεις του στην Άγκυρα και το Κίεβο», με τον τελευταίο να αναζητά έναν ασφαλή διάδρομο εξόδου από την κρίση που έχει πυροδοτήσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Εκτός από τα ερωτηματικά, αξιοσημείωτη υπήρξε η στάση του Κρεμλίνου απέναντι στον Λευκό Οίκο, πυροδοτώντας συνειρμούς αναφορικά με την μερική επαναπροσέγγιση ΗΠΑ-Ρωσίας, με δεδομένο ότι η ρωσική πλευρά χαιρέτισε την ψύχραιμη αντίδραση της Ουάσιγκτον απέναντι σε όσες εικασίες διατυπώθηκαν αρχικά, αναγνωρίζοντας ανοιχτά και με παρρησία την ουκρανική ταυτότητα του πυραύλου.
Την ίδια ώρα, «ο Πολωνός πρέσβης καλείται στο ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών», γνωστοποίησε η εκπρόσωπος του ρωσικού ΥΠΕΞ Μαρία Ζαχάροβα στο Telegram, χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες, με το Κρεμλίνο να περιγράφει ως «απολύτως υστερικό» τον τρόπο αντίδρασης της Πολωνίας μπροστά στην επίθεση.
Κληθείς να σχολιάσει την απαίτηση του Κιέβου, η Πολωνία και οι ΗΠΑ θα πρέπει να συμφωνήσουν, ώστε να συμμετάσχει η Ουκρανία στην έρευνα για τον πύραυλο που έπεσε σε χωριό στη νοτιοανατολική Πολωνία, δήλωσε, ωστόσο, ο Πολωνός πρόεδρος, Αντρέι Ντούντα, ο οποίος συνομίλησε τηλεφωνικά με τον Αμερικανό Πρόεδρο από τα πρώτα λεπτά της κρίσης των πυραύλων.
Διεθνής συγκράτηση
Από πλευράς του, να μην εξάγονται βιαστικά συμπεράσματα, ζήτησε ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς σχετικά με το περιστατικό στην Πολωνία, με το Βερολίνο να ανακοινώνει πως «ως άμεση αντίδραση στο περιστατικό στην Πολωνία, θα προσφερθούμε να ενισχύσουμε την εναέρια αστυνόμευση με πολεμικές αεροπορικές περιπολίες στον εναέριο χώρο της με γερμανικά Eurofighters». Επιπλέον, «τα γερμανικά αεροσκάφη δεν χρειάζεται να μεταφερθούν στην Πολωνία γι’ αυτό. Οι περίπολοι θα μπορούσαν να απογειωθούν από τις γερμανικές αεροπορικές βάσεις και να επιστρέφουν εδώ μετά από κάθε αποστολή», είπε ο εκπρόσωπος του υπουργείου Άμυνας της Γερμανίας, με το Γερμανό Καγκελάριο να επισημαίνει πως «τίποτα από όλα αυτά δεν θα συνέβαινε», εάν δεν υπήρχε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Στην μεγάλη εικόνα, η Δύση εξακολουθεί να πιστεύει στην υποστήριξη της Ουκρανίας με κάθε μέσο, αλλά μέχρις εκείνου του σημείου που δεν θα εξοργίσει το Ρώσο Πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, ωθώντας τον σε νέα και επικίνδυνα αντίποινα, όπως για παράδειγμα η χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων, ιδίως όταν Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες θεωρούν ότι η λήξη του πολέμου είναι -υπό μια έννοια- ακόμη και σήμερα εφικτή.