Ο Ράιαν Μέρφι εργάζεται εφτά ημέρες την εβδομάδα. Η έμπνευση προφανώς δεν γνωρίζει από αργίες και Σαββατοκύριακα. «Εχω πει ότι δεν θα αντέξω για πολύ ακόμα να δουλεύω με αυτούς τους ρυθμούς. Κάθε χρόνο όμως κάνω ένα γενικό check-up, βλέπω ότι όλα λειτουργούν ρολόι και συνεχίζω», είχε δηλώσει ο ίδιος πρόσφατα, σε μια προσπάθεια να εξηγήσει το κρεσέντο παραγωγικότητας των τελευταίων χρόνων. Από την άλλη, βέβαια, κάπως θα πρέπει να δικαιολογήσει και την εμπιστοσύνη που του έδειξε το Netflix, υπογράφοντας μαζί του συμβόλαιο συνεργασίας, ύψους 300 εκατ. δολαρίων – το ακριβότερο στην ιστορία της τηλεόρασης.
Προφανώς αξίζει τα λεφτά του. Από τις αρχές του 2018, όταν μπήκε στο δυναμικό της συνδρομητικής πλατφόρμας, έχει παραδώσει περισσότερα από είκοσι projects που χαίρουν μεγάλης τηλεθέασης, αν και δεν αγκαλιάζονται πάντα με την ίδια αγάπη από τους κριτικούς. Από την «Πόζα», τον «Πολιτικό» και το «Χόλιγουντ» μέχρι το «Halston», το «Ratched» και τα πιο φρέσκα «Dahmer -Monster: The Jeffrey Dahmer Story» και το «The Watcher», ο 57χρονος δημιουργός δεν σταματά να γεννάει ιδέες – παρότι οι επικριτές του ισχυρίζονται ότι πρόκειται για παραλλαγές στο ίδιο θέμα. Ο Μέρφι βγάζει το παρασκήνιο στο προσκήνιο και επενδύει στον τρόμο και στις αληθινές ιστορίες, πασπαλίζοντας τις εικόνες του με πολλές δόσεις αστερόσκονης και ακόμα περισσότερης υπερβολής.
Ο κόσμος που παρουσιάζει είναι λαμπερός και σκοτεινός, εναλλάξ και ταυτόχρονα, ενώ η διαφορετικότητα έμπαινε στα σενάριά του σε πρώτο πλάνο πολύ πριν ενταχθεί στην ατζέντα του πολιτικώς ορθού. Αγαπημένοι του χαρακτήρες είναι οι μειονότητες, οι γκέι, οι transgenders, οι παρεξηγημένοι ήρωες, οι ψυχοπαθείς δολοφόνοι, οι αλλόκοτοι άνθρωποι που δεν θέλει κανείς να έχει για γείτονες. Ολοι όσοι, τέλος πάντων, συγκαταλέγονται στους λεγόμενους outsiders, γιατί σε τελική ανάλυση outsider ήταν και ο ίδιος πριν κερδίσει τον τίτλο της χρυσής πένας της τηλεόρασης.


Κόντρα στον πουριτανισμό της επαρχιακής αμερικανικής πόλης και τον αυστηρό καθολικισμό της οικογένειάς του, ο πρόωρα αφυπνισμένος Ράιαν δεν προσπάθησε ποτέ να προσποιηθεί ότι ήταν σαν όλα τα άλλα αγόρια που έπαιζαν ράγκμπι, κυλιόντουσαν στις λάσπες και κυκλοφορούσαν σαν πατρικά κακέκτυπα με την τεστοστερόνη να τρέχει από τα μπατζάκια τους. Αντιθέτως, προτιμούσε να κάνει παρέα με τη γιαγιά του, να ρουφάει τις ιστορίες της για τον Ροδόλφο Βαλεντίνο, τον Τζον Γουέιν και τους βρικόλακες και να παρακολουθεί μαζί της ασπρόμαυρες ταινίες του παλιού χρυσού Χόλιγουντ.
Ο πατέρας του, από την άλλη, ένας σκληροτράχηλος τύπος της εργατικής τάξης, ποτέ δεν συμβιβάστηκε με τη διαφορετικότητα του γιου του και όταν δεν έπαιρνε απάντηση στην ερώτηση-μάντρα «γιατί δεν μπορείς να είσαι σαν εμένα;», τον χτυπούσε για να τον τιμωρήσει γι’ αυτό που ήταν. Και έπειτα ο κακοποιημένος μικρός έβρισκε καταφύγιο στο δωμάτιό του, αυτό που είχε διακοσμήσει σαν μικρογραφία του «Studio 54» (με λαδί τοίχους, σοκολατί χαλί, καθρέφτη στο ταβάνι και την απαραίτητη ντισκομπάλα), όπου έγραφε ιστορίες για όσα του συνέβαιναν και όσα θα ήθελε να αλλάξει. Εχοντας καταλάβει ότι η πένα του ήταν το μεγάλο του ταλέντο, μόλις τελείωσε το σχολείο σπούδασε Δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Ινδιανάπολης και έπιασε δουλειά σε μια εφημερίδα του Τενεσί ως αστυνομικός ρεπόρτερ. Τα εγκλήματα πάντα τον συνάρπαζαν, όχι όμως και το dress code τους.
Στον πρώτο φόνο που του ζήτησαν να καλύψει, εμφανίστηκε στον τόπο του εγκλήματος με άψογο λευκό κοστούμι σαν να πήγαινε σε πάρτυ. Το κλίμα δεν τον σήκωνε, οπότε άλλαξε πόλη και αντικείμενο: μετακόμισε στο Λος Αντζελες και στην ενότητα θεαμάτων για έντυπα όπως το «Entertaiment Weekly» και οι «Los Angeles Times», όπου παρέδιδε τρία άρθρα την ημέρα. Ούτε εκεί όμως ένιωθε αποδεκτός. Οι συνάδελφοί του δεν τον χώνεψαν ποτέ γιατί πάντα κατάφερνε να ξετρυπώνει ειδήσεις και να παίρνει συνεντεύξεις από δυσπρόσιτους σταρ, μόνο και μόνο γιατί δεν δεχόταν ποτέ το όχι ως απάντηση.
Το 1996 έγραψε το πρώτο του σενάριο, μια ρομαντική κωμωδία με τίτλο «Why can’t I be Audrey Hepburn?» και το πούλησε στον Στίβεν Σπίλμπεργκ. Δεν έγινε ποτέ ταινία, αλλά ήταν μια καλή αρχή. Τρία χρόνια αργότερα, το 1999, πούλησε το δεύτερο σενάριό του στη Warner Bros. Ηταν η σειρά «Popular», που κράτησε δύο σεζόν και ήταν πικρόγλυκη επιτυχία για τον Μέρφι, γιατί την τελευταία στιγμή οι υπεύθυνοι έκοψαν από το σενάριο τον γκέι χαρακτήρα.



Για τον ίδιο, πάντως, έχει κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε. Στην προσωπική περιουσία του, που κάθεται αναπαυτικά στα 150 εκατ. δολάρια σύμφωνα με τους τελευταίους υπολογισμούς, περιλαμβάνονται τέσσερις επαύλεις -στο Μπέβερλι Χιλς, στο Λαγκούνα Μπιτς, στο Προβινστάουν και στο Λος Αντζελες-, όλες αναδιαρρυθμισμένες και διακοσμημένες με την προσωπική του επίβλεψη, στις οποίες μοιράζει τον χρόνο του από το ένα σενάριο στο άλλο. Στον υπερπολυτελή κόσμο που έχτισε με τον κόπο του έχουν θέση ο φωτογράφος Ντέιβιντ Μίλερ, με τον οποίο είναι παντρεμένος από το 2012 και τα τρία παιδιά που έχουν υιοθετήσει, στα οποία ο Μέρφι φέρεται όπως θα ήθελε να του είχε φερθεί ο πατέρας του. «Είμαι το είδος του πατέρα που θα πει στο παιδί του “είσαι αρκετός”, αυτό δηλαδή που δεν άκουσα ποτέ στη ζωή μου», αναφέρει ο ίδιος, προσπαθώντας να ξορκίσει το παρελθόν του με το παρόν του.
Παρότι όμως ο Ράιαν Μέρφι έχει καταφέρει να αποκτήσει όλα όσα ονειρευόταν μια φορά και έναν καιρό στο ντίσκο δωμάτιό του, εξακολουθεί να επιζητά την έγκριση και του πιο διστακτικού τηλεθεατή και του πιο κακόπιστου κριτικού: «Ο κόσμος αναρωτιέται γιατί εξακολουθώ να παλεύω για την αναγνώριση. Ολοι όμως τη χρειάζονται, όλοι θέλουν να είναι αγαπητοί. Πείτε με μελό. Πείτε με τρελό. Πείτε με άγριο. Πείτε με αιρετικό. Το μόνο που δεν μπορείτε να πείτε για μένα είναι ότι δεν προσπαθώ». Μέχρι να πέσουν οι τίτλοι τέλους και να σβήσει η οθόνη .



protothema